- διακοινώνω
- διακοίνωσα, διακοινώθηκα, διακοινωμένος, γνωστοποιώ, κοινοποιώ μέσω τρίτου προσώπου ή επίσημου εγγράφου: Η απόφαση του δικαστηρίου θα διακοινωθεί μέσα σ’ ένα μήνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.